Page 4 - Αμερικάνικος Βούβαλος
P. 4

< 3 ^ ;   Ιό  |Λ               (~^\έ<Ζί>·  6.1ολΓ  Λ ^ ι ο ν   ¿*\/<£^ο
                    &|(Ρ  ^νγνν                          "νΥΗ- ^   ’ Α-\>Γ\Λ^ >   (
                    ώ ΐίίΐ  ¿'¿ΓΓίΟΟ                      ¿Ι«’  ^3  ΟΤΛΆΓζ             _
                    ^ΗλΓ  η6ρΐνΛ6 7 θ / ^ 4        ^              ^¿-νθ<£^ι>>  .



                                                                                   Χάρταν





                 Ό   Άη-Στράτης  ήταν  μιά  κάποια  άνάσα  ΰστερα  άπό  τά  βασανιστήρια.  Έδώ,  χλοερά  το­
                 πία, κήποι,  καρτερικά πρόσωπα, ή  άνθρώπινη  παρουσία έξω απ’ τό στρατόπεδο.  Χρώματα
                 ζεστά,  ένα  ψιλοδουλεμένο  κλαράκι  άμυγδαλιάς πού  ξύνει  τόν ούρανό.  Δέν  είναι  τάχα  αύ-
                 τός  ό  χώρος  τής  'Αγρυπνίας  καί  τών  Μετακινήσεων,  Οί  άνεξάντλητες  παρομοιώσεις  μέ
                 στήριξη  στό  φυσικό  τοπίο,  ή  προσωποποίηση  τών κοσμικών στοιχείων,  ή  ψυχική άνάτα-
                 ση,  ή  άπόφαση  τής  θυσίας  στό  όνομα  μιας  μελλοντικής  βλάστησης  χαρακτηρίζουν  τήν
                 ποίηση  αύτής  τής  περιόδου:  «Ευλογημένη  ας  είναι  ή  πίκρα  μας.  Ευλογημένη  ή  άδελφοσύνη
                 μας.  Ευλογημένος ό κόσμος πού γεννιέται.»
                 Ή  σχέση  τού  Ρίτσου  μέ  τή  φύση  είναι  θέμα  πού  θά  κάλυπτε  σελίδες.  Ά ς  έπισημάνουμε
                 μόνο  ότι  ή  είκονοπλασία  άντλεΐ  άπό  τό  φυσικό  τοπίο  σ’  όλες  τίς  φάσεις  τής  ποιητικής
                 του  άνέλιξης -  κι  όταν άκόμα  ή  ποίηση  άφέθηκε νά  σεργιανάει  στούς  δαιδάλους  τού  ψυ­
                 χικού  λαβυρίνθου.  Αύτές  οί  ποιητικές  εικόνες  θά  μπορούσαν  ν’  άποδοθούν  εικαστικά  μέ
                 άκρίβεια, μ' όλα τους τά περιγράμματα κι όλα τά χρώματα.  Μέσα στά χρώματα, τά χρυσά,
                 τά  πορφυρά,  τά  βιολετιά  τού  δειλινού  ή  τά  γαλακτώδη  τής αύγής  υπάρχουν  καί έκφράζο-
                 νται  οί  ποιητικές  μορφές,  οί  μυθολογικοί  του  ήρωες,  άκόμα  κι  όταν  βρίσκονται  σέ  κλει­
                 στό χώρο.  ’Από αύτά διαποτίζονται τά έναλλασσόμενα συναισθήματα καί ή  φωνή  τους, κι
                 όταν άκόμα αύτή  ή  φωνή  συμπυκνώνεται γιά ν’ άποκαλύψει  τό  μέγα  μαύρο  ή  τό έκτυφλω-
                 τικό λευκό.
                 ο  π ρ ο ς ε κ τ ι κ ο ς   «άναγνώστης»  έχει  βρει  κιόλας,  πέρα  άπό  τή  θεματική  ή  τή  συναισθημα­
                 τική  άντιστοιχία,  καί  μιά  συγγένεια  «γραφής»  στήν  παράλληλη  πορεία  τής  ποίησης  καί
                 τής  ζωγραφικής -  τηρουμένων  πάντα  τών άναλογιών.  Ό  ποιητικός  ρεαλισμός  τής  περιό­
                 δου  τών  στρατοπέδων  (1948-52),  ή  άφηγηματικότητα  τού  ποιήματος,  πού  θέλει  νά  είναι
                 χρονικό  καί  «συλλογική  αύτοβιογραφία»,  εντοπίζεται  καί  στήν  εικαστική  άπεικόνιση
                 πού  είναι  μιά  ρεαλιστική  άποτύπωση  τού  άνθρώπινου  καί  φυσικού  περίγυρου.  Όσο  προ­
                 χωρούμε  στήν  ώριμη  περίοδο  τής  ποίησης,  στή  γόνιμη  δεκαετία  1956-66  πού  συμπίπτει
                 μέ  τό  «μεσοδιάστημα»  τής  έλεύθερης  ζωής  τού  Ρίτσου  καί  είναι  μία  εποχή  προσωπικής
                 καί  δημιουργικής  εύφορίας,  διαπιστώνουμε  καί  στή  ζωγραφική  άναζητήσεις  νέων  μορ­
                 φών.  Βεβαίως στήν ποίηση  καινοτομεϊ ό ίδιος καί νομοθετεί.  Δέν είναι όμως άδιάφορο τό
                 ότι  στή  ζωγραφική  του  ζητάει  νά  προσοικειωθεΐ  τεχνοτροπίες  λιγότερο  παραδοσιακές,
                 ϊσως  άκόμα  καί  νά  ξεπεράσει  ιδεολογικές  άναστολές.  Απορροφά  σάν  σφουγγάρι.  Κι
                 είναι  στιγμές  πού  καταφέρνει  νά  μεταγγίσει  στήν  εικόνα  κάτι  άπ’  τήν  ιδιαιτερότητα  καί
                 τήν έσωτερικότητα τού ποιητικού του χώρου.
                 Ή  σαμιώτικη  φύση  τού  χαρίζει  πάμπολλα  σύντομα  ποιήματα  καί  μείζονες  συνθέσεις  -
                 άπό  τό  άνάλαφρα  αισθησιακό  Θερινό  φροντιστήριο  ως  τό  Οί  γερόντισσες  κι  ή  θάλασσα  καί
                 Τό χορικό  τών σφουγγαράδων, έργα φιλοσοφικού στοχασμού πού τρέφονται  όμως άπό τούς
                 ζωντανούς  χυμούς  καί  τίς  πελαγίσιες αύρες.  Θά  βρούμε,  άντίστοιχα,  ζωγραφισμένα άρκε-
                 τά  καλοκαιριάτικα  στιλπνά  τοπία.  Όμως  τήν  ϊδια  αύτή  έποχή  ό  Ρίτσος  άρχίζει  νά  έγκα-
                 ταλείπει  τήν τοπιογραφία, όπου άσφαλώς δέν μπορεϊ νά κάνει τίς διατρήσεις πού τού έπι-
                 τρέπει  ή  ποίηση.  ’Εμφανίζονται  πρόσωπα  καί  σώματα  πιό  ύπαινικτικά,  σ'  έλαφρούς  τό­
                 νους  καί  παστέλ  άποχρώσεις.  Τά  όρια  διαχέονται. Ή  πάλι,  σώματα  αισθησιακά, έρωτικά
                 συμπλέγματα,  όπου κυριαρχεί ένα βαθύ πορτοκαλί, ένα σάρκινο φώς. Αισθησιασμός, έξο-
                 μολογητικότητα, άφαίρεση, ώσπου φτάνουμε σέ σχεδόν άνεικονικές σειρές, αύτές πού αύ-
                 θαίρετα  ονομάσαμε  «βυθούς»,  ϊσως  γιατί  βρίσκουμε  μιάν  άντιστοιχία  μέ  τούς  ύπόγειους
                 καί  ύποθαλάσσιους  χώρους,  τούς  πιό  μυστικούς  καί  πολυσήμαντους  τής  ποίησης,  ϊσως
                 γιατί θυμόμαστε τά λόγια τής Γυναίκας μέ τά  Μαύρα άπ’ τή Σονάτα  του σεληνόφωτος:

                            Κι άλήθεια δέν είναι λίγες οί φορές πού άνακαλύπτω έκεϊ, στό βάθος
                                 τού πνιγμού,
                            κοράλλια καί μαργαριτάρια καί θησαυρούς  ναυαγισμένων πλοίων,
                  Βρισκόμαστε σίγουρα στό κλίμα τής  Τέταρτης Διάστασης.  Καί στή  ζωγραφική  είναι  φανε­
                  ρή  ή  τάση  πρός  τήν  άφαίρεση  καί  τή  σύνθεση.  Σέ  κάποιες  μάλιστα  συνθέσεις  τού  1966,
                 αύτές πού εικονογραφούν ένα χειροποίητο  βιβλίο τού χορικού Τειρεσίας, καί στό ζωγραφι­
                 κό λεύκωμα « ’Αργίες» τής ϊδιας έποχής, παραστάσεις έσωτερικών χώρων,  στίς όποιες κυ­
                  ριαρχεί ένα  κόκκινο  βαθύ,  αύτό  τού  έρωτα  καί  τού  θανάτου,  οί  σχέσεις  τών  σωμάτων,  τ’
                 άγάλματα,  οί  άρχαϊες  κολώνες,  οί  καθρέφτες  καί  τά  τόσα  άντικείμενα  ένός  άχρονου  χώ­
                  ρου,  σύνολα  μιάς  μετασουρρεαλιστικής  άντίληψης,  οργανώνουν  μικρούς  σκηνικούς  μύ­
                 θους,  όπου  έχει  διοχετευθεϊ  αύτούσιο  ποιητικό  ύλικό.  Δέν  είναι  τυχαίο  πού  ό  ϊδιος  ό  Ρί­
                 τσος  θέλησε  μ’  αύτά  τά  έργα  νά  πλαισιώσει  τά  χειρόγραφα  τού  Τειρεσία,  ένός  ποιήματος
                 πού έχει ιδιαίτερα άγαπήσει.
   1   2   3   4   5   6   7   8