Page 2 - Αμερικάνικος Βούβαλος
P. 2
Παράταιρα πράγματα παίρνει στά χέρια του — μιά πέτρα,
ένα σπασμένο κεραμίδι, δυό καμένα σπίρτα,
τό σκουριασμένο καρφί στόν απέναντι τοίχο,
τό φύλλο που μπήκε απ’ τό παράθυρο, τίς στάλες
που πέφτουν άπ’ τίς ποτισμένες γλάστρες, τ ’ άχυρο εκείνο
που ’φερε χτές ό αέρας στά μαλλιά σου, — τά παίρνει
κι εκεί στην αυλή του χ τίζ ει περίπου ένα δέντρο.
Σ ’ αυτό τό «περίπου» κάθεται ή ποίηση, ϊ ή βλέπεις;
«Περίπου», Μ αρτυρίες Β '
Δ Υ Ο Λ Ο Γ Ι Α Τ Ο Υ Γ Ι Α Ν Ν Η Ρ Ι Τ Σ Ο Υ
Γ ΙI ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ την άντιμετωπίζω σάν έναν άλλο τρόπο άσκησης τής ποίησης.
Ηέβαια τό υλικό τών δύο τεχνών είναι διαφορετικό, όμως ή έκφρασή τους ξεκι
νάει άπό τό ΐδιο κέντρο. Καθώς είμαι κατ’ εξοχήν οπτικός τύπος, με τή ζωγραφική
άσχολήθηκα άπό τήν παιδική μου ακόμα ήλικία. Τά σχολικά μου τετράδια ήταν γε
μάτα άπό σχέδια — ζώα, δέντρα, τοπία. Σχεδιάζοντας ένιωθα μιά στέρεα επαφή με
τή φύση. Στήν άρχή μέ εντυπώσιαζε ή επιτυχία τής ομοιότητας πού μπορούσα νά πε-
τύχω άνάμεσα σ’ ένα άντικείμενο καί στή ζωγραφική του άπεικόνιση. 'Αργότερα μέ
ένδιέφερε κάτι πολύ πιο πέρα άπό τήν ομοιότητα, μέ ένδιέφερε ή δημιουργία νέων
μορφών καί ή έκφραση ορισμένων πραγμάτων. Τό συγκλονιστικό στοιχείο τής ζωγρα
φικής είναι ή δυνατότητά της νά άποτυπώνει καί νά στερεοποιεί εικόνες πού άπό τή
φύση τους είναι ρευστές, γιά νά τίς ρευστοποιεί κατόπιν μέ τό δικό της τρόπο. ”Οπως
στήν ποίηση ή μιά λέξη βοηθάει τήν άλλη καί ή μίξη τους οδηγεί σέ μιάν άνακάλυ
ψη, έτσι καί ή ζωγραφική λειτουργεί απρόβλεπτα, ξεπερνώντας πολλές φορές κάθε
προσχέδιο. Μέ τή ζωγραφική πάνω σέ πέτρες δεν είναι πολλά χρόνια πού άσχολοΰ-
μαι. ΙΙάντα μου άρεσαν οί πέτρες γιά τούς χρωματικούς τους συνδυασμούς καί τά φυ
σικά τους σχέδια. Τίς μάζευα, τίς περνούσα μέ λάδι ή άντέγραφα τά σχέδια πού σχη
μάτιζαν. Όταν ομως βρέθηκα έξόριστος στή Γυάρο, οπού βέβαια δέν υπήρχαν ούτε
τελάρα ούτε άκουαρέλλες ούτε λαδομπογιές, καί έπηρεασμένος άπό τή Βάσο; Κατρά-
κη - πού τήν έβλεπα νά ζωγραφίζει πάνω σέ γκρίζα χαλίκια ήλιους, πρόσωπα καί
πουλιά — άρχισα νά ψάχνω γιά πέτρες μέ άνώμαλες έπιφάνειες καί νά τίς ζωγραφί
ζω. Μέ ένδιέφεραν περισσότερο οί πέτρες μέ αιχμές καί καμπυλώσεις, γιά νά μπορώ
νά άνακαλύπτω τά γλυπτικά τους δεδομένα καί νά άποκρυπτογραφώ τίς μορφές πού
έκρυβαν έν δυνάμει. Δέν ζο^γράφιζα πιά τοπία πάνω τους, άλλά άνθρώπινα πρόσωπα
καί σώματα. Όλη ή ελληνική τέχνη άλλωστε είναι άνΟρωποκεντρική, μέ κύριο ιδεώ
δες της τό κάλλος. Στήν περίοδο τής δικτατορίας τό νά άντιτάσσεις ένα όμορφο σώμα
ή πρόσωπο στή γενική κατήφεια καί καταπίεση ήταν μιά μορφή άντίστασης. Οί συν
θήκες σήμερα είναι διαφορετικές άλλά ή ζωγραφική πάνω σέ πέτρες μού έχει γίνει
συνήθεια, μιά άνάπαυλα άπ' τή συγγραφική δουλειά. Σιγά-σιγά στράφηκα καί πρός
άλλα υλικά, οπως είναι οί ρίζες καί τά κόκκαλα. Τό κάθε υλικό έχει τά δικά του χα
ρακτηριστικά, εμπνέει διαφορετικές μορφές. Οί ρίζες υποβάλλουν μιάν άγριότητα. Τά
κόκκαλα καί οί πέτρες τό κάλλος ή τήν έλεγειακότητα. Καί ή ευτυχία στήν τέχνη
περιέχει πολύ συχνά ένα στοιχείο ελεγειακό.
Ά πό συνέντευξη του Γιάννη Ι'ίτσου στό περιοδικό 7 / λ εξ η ,ά ρ . 8 ., Ό κ τ. ’81.
’Άν γδυνόσουν μπροστά στό φεγγάρι,
τό χέρι τής ιστορίας 0ά γινόταν χρυσό.
Νύξεις