Page 8 - Αμερικάνικος Βούβαλος
P. 8

Τό ποίημα είναι
                                                                    χ’  αρνητικό τής σιωπής.
                                                                    Μιά μέρα
                                                                    μέσα. στό οξύ τών  λέξεων  έμφανίζεται
                                                                    τό πρόσωπό της.
                                                                    Τά μάτια της διόλου κλαμένα.
                                                                    Τά τρία διαμάντια
                                                                    ασάλευτα άπαστράπτοντα
                                                                    καρφωμένα στό στήθος της.
                                                                                     Χάρτινα









          νο  σ’  εμάς καί  στή  διανοουμενίστικη  μανία  μας νά προεκτείνουμε  τάχα,  νά καθολικεύ­
          ουμε,  νά συμβολοπο ιούμε.
          Έ τσι,  μπορούμε  νά  προσθέτουμε,  στη  φυσική  ι σ τ ο ρ ί α   τής  ρίζας,  δικούς  μας  εύκο­
          λους  σ τ ο χ α σ μ ο ύ ς   καί  νά  βλέπουμε  σ’  αυτήν  τήν  πορεία  καί  τά  κύρια  στάδια  τής
          τέχνης  —  τήν  καταγωγή,  τήν  εξέλιξη  καί  τήν  κορύφωσή  της:  Ή  τρομερή  καί  τρο­
          μαγμένη κρυφή  ρίζα-  ό  ευθυτενής  κι  εύκαμπτος  κορμός  στήν  αναγκαία του  μετάπλαση
          γιά  νά  σταθεί  φανερά  στό  φώς  καί  νά  χ ο ρ έ ψ ε ι   στόν  άνεμο,  γιά  νά  μήν  τσακιστεί
          απ’  τόν  άνεμο·  καί  τέλος  ή  «φλογέρα»,  ή  πονεμένη  ευγένεια  τής  μουσικής  (γενικά
          τής  τέχνης)  πού  όλα  τά  λέει  διακριτικά  κι  αόριστα,  κρύβοντάς  τα  ελεητικά  μέσα
          στήν  αποκάλυψή  τους — έξαγνίζοντάς τα.
          ΙΙέρα  όμως  άπ’  αυτές  τίς  αυθαίρετες  ίσως  συσχετίσεις,  γενικεύσεις  καί  τούς  απλοϊ­
          κούς  συμβολισμούς  (πού  κολακεύουν  τή  σπουόαιοφάνειά  μας  καί  ευκολύνουν  τάχα  τή
          συνεννόησή  μας  με  τή  μεταφορά  ακαθόριστων  αισθήσεων  καί  συλλογισμών  στό  «ευα­
          νάγνωστο»  καί  προσιτό  έπίπεδο  τών  εικόνων  καί  τών  σχημάτων),  εξακολουθούμε  νά
          ανακαλύπτουμε  στίς  ρίζες  κάτι  βαθύτατα  καί  τολμηρότατα  ανθρώπινο,  κάτι  πολύ
          δι κ ό   μ α ς ,   κάτι  τό  «ανείπωτο»,  ειπωμένο μέ  ά π ο σ τ ο μ ω τ  ικτ\  ε ι λ ι κ ρ ί ν ε ι α .
          1Υ  αυτό  μπορεί  νά  συνεχίσει  κανείς  νά  δουλεύει  τίς  ρίζες,  παρ’  όλο  τό  φόβο  τής  έπα-
          νάληψης.  Κ ι  οί  ρίζες  ε π α ν α λ α μ β ά ν ο ν τ α ι ,   όπως  επαναλαμβάνονται  τά  έ ν ­
          σ τ ι κ τ α   κι  όπως  επαναλαμβάνονται  οί  βασικές  α λ ή θ ε ι ε ς  :  γέννηση,  έρωτας,  θά­
          νατος-  ή,  καλύτερα,  όπως  έπαναλαμβάνονται  τά  τρία  βασικά  ά γ ν ω σ τ α :   ζωή,
          έρωτας,  θάνατος.
          Τόσο  λίγα,  τόσο  άπλά,  τόσο  ακατανόητα  λένε  οί  ρίζες-  —  πάντα  τό  ίδιο,  πάντα  τήν
          ίδια  «απαίτηση  επιβίωσης»  (ή  αθανασίας),  πάντα  τόν  έναν,  μοναδικό  καί  παντοδύνα­
          μο  α γ ώ ν α   ενάντια  σ'  όλες  τίς  δυνάμεις  τής  φθοράς,  τής  αναπηρίας,  τής  άδικίας
          (φυσικής καί κοινωνικής),  ένάντια στίς  δυνάμεις  τού  θανάτου.
          Αυτόν  τόν  άγωνα  εκφράζουν  οί  ρίζες,  κι  ή  έπέμβασή  μας  πάνω  τους  ίσως  αυτό  νά
          υπογραμμίζει.  Τόσο  μόνον.  Ενώ  οί  ψυχολογικές  καί  πνευματικές  αντανακλάσεις  (πε­
          ριπλοκές  καί  επιπλοκές)  τών  κύριων  ενστίκτων  στήν  τέχνη  τού  «διαφοροποιημένου»,
          όπως  λέμε,  ατόμου  (τού  χιλιοκαταπιεσμένου  μέσα  στή  σημερινή  κοινωνία)  είναι
          άπε ι ρε ς  ,  τόσο πού νά ταυτίζονται  απατηλά  καί παρηγορητικά  μέ  τό  άπει ρο,   μέ
          τήν  αιώνια  διάρκεια·  — κι  αυτό  σάν προσωπικός  άΟλος  τού  ανθρώπου  πού  κ α τ α ρ γ ε ί
          γιά  λίγο καί τόν  ατομικό μας θάνατο.
          Μπορούμε,  λοιπόν,  νά  επιστρέφουμε  στίς  ρίζες,  νά  τίς  παρατηρούμε,  νά  τίς  έρευνού-
          με,  νά  τίς  δουλεύουμε  (όσο  μάς  τό  επιτρέπουν)  καί  ν’  άραδιάζουμε  σέ  τραπέζια  καί
          ράφια  ανθρωπόμορφα  τέρατα  ή  τερατόμορφους  ανθρώπους,  φαλλικούς  αγίους  καί  καν-
          νιβαλικούς  έσταυρωμένους.  ’Υστερα  νά  σωπαίνουμε  καί  ν’  άκούμε  πιό  μέσα,  κλείνο­
          ντας  μιά  στιγμή  τά  μάτια,  ώσπου  καί  πάλι  νά  στραφούμε  στήν  π ο ί η σ η   —  εκεί  πού
          αισθανόμαστε  νά  ε ι μ α σ τ ε  (καί  ταυτόχρονα  νά  λείπουμε)  —  εκεί  πού  τά  πάντα  ε ί -
          ν α ι ,   μαζί καί  μόνα,  — αδιαίρετα  στήν,  διά  τού  λόγου,  διαίρεσή  τους  καί  έπανάκτησή
          τους.

                                                       ζ ^ ^ \< χ τα    VIΟυ;να,  2 4 . Κ.74
                          Λυτό τό κείμενο του  Γιάννη  Ρίτσου δημοσιεύθηκε  στό περ.  Α ντί,  άρ.  23 ,  19  Ιουλίου  1975.




           Άκουαρέλλα σέ πακέτο τσιγάρων (φυσικό μέγεθος). Σάμος,  1969.
   3   4   5   6   7   8