Page 5 - Αμερικάνικος Βούβαλος
P. 5
'ϋ ανήμπορο ποίημα
ανήμπορο ανήμπορο
άτελέσφορο.
Ο ίνεκροί
δεν άνασταίνονται.
' Υπάρχουν.
Χά,οΤί
Τά ϊδια του τά χειρόγραφα άλλωστε, καλλιγραφημένα, πεποικιλμένα είναι μιά παραστατι
κή αποτύπωση τοϋ ποιήματος κι ακόμα τής ποιητικής διαδικασίας: αύτοσυγκέντρωση,
λυτρωτική άσκηση. ’Ιδού τί έγραφε, απομονωμένος στή Σάμο, σέ μιάν επιστολή πού συ
νόδευε χειρόγραφά του, τόν Όκτώθριο τού ’69:
«Μ ή σάς παραξενέψει πού τά ’γραψα έτσι καί τά όμορφοστόλισα σάν τά χειρό
γραφα των Βυζαντινών καλόγερων. (...) Καταλαβαίνω μιά χαρά αύτή τήν αφο
σίωση των μοναχών στήν καλή γραφή. Είναι μιά μορφή θρησκευτικής κατάνυ
ξης πρός τό λόγο τοϋ θεοϋ - σέ μένα πρός τήν ποίηση. Είναι κι ένα είδος προ
σευχής καί απομάκρυνσης από τά «έγκόσμια» - μιά εύγενική, ταπεινή, πραϋντι
κή ταύτιση μέ τό «θειο». ’Ίσως καί μιά μέθοδος άπόσπασης άπ’ τήν όποια οδύνη
κι άπ’ τά όποια δεσμά, - μιά μέθοδος λήθης καί λύτρωσης. Στήν περίπτωσή μου,
ϊσως νά ’ναι κι ή έκφραση τής άνικανοποίητης λαχτάρας μου γιά τή ζωγραφι
κή, πού μέ κρατάει άπό τά παιδικά μου χρόνια.»
ο ι « π ε τ ρ ε ς » είναι τά λάφυρα τής δεύτερης έξορίας του. Έδώ εκμεταλλεύεται τό τυχαίο, τά
φυσικά χρώματα καί τίς γλυφές τής πέτρας γιά ν’ άναδείξει άρχαϊκές μορφές. Γυμνά ή μέ
άέρινες έσθήτες, σύνολα ερωτικά πού άνακαλοΰν παραστάσεις αρχαίων άγγείων, ή αύ-
στηρά αισθησιακά σώματα μέ τό ύφος μιας έπιτύμθιας στήλης, πλεγμένα έδώ κι έκεΐ μέ
σύγχρονα στοιχεία. ’Αναμφισβήτητα όλ’ αύτά ξεκινούν άπό τήν ϊδια αίσθηση, τίς ϊδιες
άγραφες εικόνες, τήν ϊδια άνάγκη πού γέννησε τίς «μυθολογικές» συνθέσεις του καί τίς
Επαναλήψεις, αύτές τίς πικρές άλληγορίες τής Αέρου, ποιήματα μέ άρχαϊκό ντύμα καί
σύγχρονους φωτισμούς.
Μετά τά γεγονότα τού Πολυτεχνείου, ό Ρίτσος γράφει τήν Πόλη καί Τό σώμα καί τό αίμα.
Δουλεύει συγχρόνως σειρές κόκκινες άκουαρέλλες: Σώματα αίμάσσοντα, φλεγόμενα, ορ
θά, σέ μιάν άνάταση: «Οί νεκροί δέν άνασταίνονται. Υπάρχουν.»
Ιανουάριος 1989 Χρόσα Προκοπάκη
Κ λέφ της, - στ’ αλήθεια, κλέφτης, άσημος, σεσημασμένος· παραμόνευε
γυναίκες κι άντρες, γέρους καί παιδιά, φύλλα, παράθυρα, λαμπτήρες,
παλιές κιθάρες, ραπτομηχανές, ξερά κλαδιά, τόν έαυτό του. "Ολο έκλεβε
μιά στάση τους, μιάν έκφρασή τους, τ ’ αποτσίγαρα πού πετούσαν στό δρόμο,
τά ρούχα τους, όταν γδύνονταν τήν ώρα τού έρωτα, τή σκέψη τους,
τ ’ άγνωστα σχήματά τους, τά δικά τους, τά δικά του, κι έφτιαχνε
μεγάλες, περίεργες ανθοδέσμες ή φύτευε γλάστρες. Τώρα,
στ’ άνθοπωλεΐο τής γωνιάς, πίσω άπ’ τά τζάμια, τόν βλέπαμε
νά ραντίζει μέ τήν τρόμπα τά μεγάλα τριαντάφυλλα, τίς ντάλιες, τά γαρύφαλλα
χωρίς νά τά πουλάει μήτε νά τά χα ρίζει- - ένας κλέφτης ιδιόρρυθμος,
ένας παρηκμασμένος πρίγκηπας μέσα στή σέρρα του. Μόνο τό πρόσωπο του,
ωχρό, ξεχώριζε άνάμεσα στούς πανύψηλους κρίνους,
σάν ένας νεκρός μέσα στό γυάλινο του φερετρο. 'Ωστοσο,
στά κρύα τού χειμώ να, αύτό τό άνθοπωλεΐο μέ τ ’ άπούλητα άνθη,
πάντα μάς έδινε τήν αίσθηση μιας αιώνιας άνοιξης· κι άς μάθαμε άργότερα
πώς ολ’ αύτά τά λουλούδια ήταν χάρτινα, βαμμένα
μέ κόκκινη καί κίτρινη μπογιά — πιότερο κόκκινη — σέ διάφορους τόνους.
«'() κλέφ της», Μαρτυρίες Α