Page 3 - Αμερικάνικος Βούβαλος
P. 3

Σ Τ Α      Π  Ε  Ρ  Ι  Θ  Ω  Ρ  Ι  Α     Τ Ο Υ      Χ  Ρ  Ο Ν Ο Υ




                       Π αράξενος  άνθρωπος,  ά λ ή θ εια ,  ¡λ’  ένα  β λ έμ μ α   πρω θύστερο,
                       μ ’  ένα  βή μ α   πρω θύστερο.  Μ έσα  στό  σώ μα  του  (τό  ξέρα με  σίγουρα)
                       είχε μαζέψει, όχι καθόλου εικόνες,  όχι άντίγραφα — τά πράγματα τά ϊδια,
                       κ είν α   τά   ω ραία  πευκόφυτα  βουνά,  τό  λόφο  μ έ  τ ίς   τ ρ εις   κολώ νες,
                       τόν  έλα ιώ να   κά τω   ά π ’  τό  λόφο,  τό  κόκκινο  ά λο γο ,  τά   σκα λο π ά τια
                       σ κα μμένα   στό  βράχο  πού  άνεβάζουν  στό  σ π ίτ ι  πού  κ α π ν ίζ ει,  μ α ζ ί
                       τά   δυό  π ο τήρ ια   στόν  ά σ ημ ένιο   δίσκο.  "Ο ταν  τόν  κ λείνο υ ν,  αυτός  ά ν εβα ίν ει
                       εκ είν α   τά   πευκόφυτα  βουνά  (μέσ α   στό  σώ μα  το υ ),  κ ά θ ετα ι  σ τήν  π έτρ α ,
                       κ ο ιτά ει  τ ή   θάλα σσα,  χ α ϊδεύοντα ς  ένα  π λ α τύ   π λα τα νό φ υλλο   στά  γόνα τά   του
                       σάμπω ς  νά  ισ ιώ ν ει  ένα  γρά μ μ α   χουφ τω μένο  ά π ’  τή ν   οργή  ή   άπό  τ ή   λύ π η.
                                                                           « ’Ένας  άνθρωπος»,  Χειρονομίες

                       77’ δ ω   κ α ι  π ε ν η ν τ α   χρόνια  τουλάχιστον, ό Ρίτσος  καταγράφει  αδιάλειπτα «στιγμές τοϋ
                       1  ^   θίου του  καί  του  ϋπνου  του» άλλά  καί  στιγμές του  συλλογικοϋ  βίου.  Τις  περιπέτειες
                       των ανθρώπων καί τοϋ  τόπου στόν τρομερό αιώνα πού ό ϊδιος, μέσα στό έρεβος τής φασι­
                       στικής κατοχής, ονόμασε «τελευταία πρό ’Ανθρώπου έκατονταετία».  Μακάρι νά ’ναι  ή  τε­
                       λευταία.  Πάντως,  ή  ποίηση  αύτή,  πού έρχεται  νά έξαγγείλει έναν καινούργιο  κόσμο,  έπι-
                       μένει  νά  ύπερθαίνει  τό  εφήμερο,  όχι  άγνοώντας  το,  άλλά  άντίθετα  καθηλώνοντάς  το,  γιά
                       ν’ άποσπάσει μέσα απ’ αύτό τό σπόρο τής νέας ζωής.
                       «ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΑ  π ε ρ ιθ ώ ρ ια   τ ο υ   χ ρ ο ν ο υ » είναι ό τίτλος μιας συλλογής σύντομων ποιημά­
                       των  (1938-41).  Υποτίθεται  ότι  τά  σύντομα  ποιήματα  γράφονται  στά  περιθώρια  των  μεγά­
                       λων  συνθέσεων,  ϊσως  καί  στά  περιθώρια  τοϋ  ίστορικοΰ  χρόνου.  'Υποτίθεται.  Αύτά  τά
                       ποιήματα,  πιό  έσωτερικά,  μάς  δίνουν  τό  νήμα  των  διεργασιών  πού  θά  οδηγήσουν  στήν
                       ώριμη  ποίηση  τού Ρίτσου:
                                 Γιά τούτα τ ’ ασήμαντα πράματα -  δέν ξέρω -
                                 θέλω νά γράψω  'ένα μικρό  τραγούδι πού νά δείχνει πώς δέν ξέρω
                                 τίποτα γιά δ λ ’ αύτά, μόνο πώς είναι αύτά όπως είναι
                                 μονάχα, καταμόναχα, κι ούτε ζητάνε καμιά μεσολάβηση
                                 ανάμεσα σ ’ εκείνα καί σέ κάποιον άλλον.
                       ΟΤΑΝ  ς κ ε φ τ η κ α μ ε   νά  δείξουμε  τή  ζωγραφική  τοϋ  Ρίτσου,  δέν  είχαμε  φανταστεί πώς  όλ’
                       αύτά  τά  «άσήμαντα»  καί  σημαντικά  πράγματα,  πού  ό  άρνούμενος  τή  μεσολάβηση  γεν­
                       ναιόδωρος  μεσολαβητής  έκόμισε  εις  τήν  τέχνην,  είχαν  ένα  τόσο  πλούσιο  μυστικό  συ­
                       μπλήρωμα.  Τά περιθώρια ενός ποιητικά πυκνοκατοικημένου χρόνου άποδείχτηκαν άνεξά-
                       ντλητα.  Σιγά  σιγά,  μέσα  άπό  τετράδια,  μπλόκ,  άτέλειωτα  σκόρπια  χαρτιά  άρχισε  ν’  άνα-
                       δύεται  μιά  παράλληλη  άφήγηση  μέ  χρώματα.  Κι  είναι  μιά  έκπληξη  νά  διαπιστώνεις  ότι
                       αύτά  τά  σχέδια,  καμωμένα  τά  περισσότερα  μέ τά  πιό  εύτελή  ύλικά,  σέ  μπλοκάκια  τοϋ  ψι-
                       λικατζίδικου,  σέ  τενεκεδένια  κουτιά  άπό  μπισκότα,  σέ  πακέτα  τσιγάρων,  φέρουν  ένα-ένα
                       τήν  ήμερομηνία  καί  τόν  τόπο  όπου  φτιάχτηκαν,  όπως  άκριβώς  καί  τά  ποιήματα.  Κέντρα
                       μεταγωγών,  Αήμνος,  Μακρόνησος,  Γυάρος,  Λέρος,  νοσοκομείο  Ά γιος  Σάβθας...  Ένας
                       άνθρωπος,  μέσα  σέ  κρατητήρια  ή  σέ  καράβια,  ταξιδεύοντας  πρός  τά  νησιά  τής  έξορίας,
                       μέσα  στό γκέττο  τοϋ  άπριλιανοϋ  'Ιπποδρόμου, είναι  σέ θέση  νά  παρατηρεί-  άρπάζει  μέ τά
                       ήρεμα  καί  μανιακά  χέρια  του  ό,τι  ζωντανό  άπό  6αθιά  του,  άπό  τά  πρόσωπα  των  συντρό­
                       φων,  άπ’  τό  έχθρικό  περιβάλλον,  άπ’  τό  φτερούγισμα  τοϋ  θανάτου,  γιά  νά  τό εμπιστευτεί
                       σ’  ένα  τόσο  δά  χαρτί. Όμως  τό  πιό  συγκλονιστικό είναι  ότι αύτό του τό λάφυρο,  εϊτε λέ­
                       γεται  στίχος  εϊτε  σκίτσο  ή  ζωγραφιά,  δέν  παραλείπει  νά  τό  χρονολογήσει  μέ  έπιμέλεια,
                       μέ  τή  συνείδηση  ότι  τό  καταθέτει  στήν  ιστορία.  Μιά  κατάθεση  μέ  τή  δική  της  άβέβαιη
                       τύχη -  γι’ αύτό, όχι εις μικρόν γενναία.
                       Έ τσι,  ό  συνδυασμός  τής  ζωγραφικής  μέ  τό  ποιητικό  έργο  πού  επιχειρήσαμε  δέν  είναι  ή
                       παράθεση  τοϋ  πάρεργου  πλάι  στό  έργο.  Όσο  κι  άν  τά  δύο  μεγέθη  είναι  άνισα,  ύπάρχει
                       μιά  παραπληρωματικότητα  μεταξύ  τους,  ύπάρχει  ένας  άμοιβαΐος  φωτισμός.  Επίσης,  ή
                       άνάδειξη  καί  αύτής  τής  πλευράς  τοϋ  δημιουργικού  οίστρου  τοϋ  Ρίτσου  ολοκληρώνει  τήν
                       εικόνα τοϋ πρωτεϊκοϋ ποιητή  καί τοϋ θεληματικού προσώπου.  Γιατί τό πάρεργο μέσα στό
                       κάτεργο είναι  ή ϋψιστη  ψυχική  πολυτέλεια -  είναι τό άγγιγμα τής ελευθερίας.
                       Βεβαίως ό  Ρίτσος δέν καταφεύγει  στή ζωγραφική  μόνο τίς δύσκολες ώρες. "Αν ή ζωγραφι­
                       κή είναι καταφύγιο -  όπως άλλωστε καί ή  ποίηση -, είναι επίσης άσκηση  καί άγαλλίαση.
                       Ζωγραφίζει  άπό  παιδί  καί  ως  σήμερα.  Κι  άν  κάπου  ύπερτερεΐ  τό  ενδιαφέρον  τής  μαρτυ­
                       ρίας,  άλλοϋ,  ή  καί  στό  ίδιο  έργο,  ή  αισθητική  άπόλαυση  αύτονομεΐται.  Σ’  όλες  τίς  περι­
                       πτώσεις,  ή  εικόνα,  ώς προέκταση  τής ποιητικής χειρονομίας,  άποκαλύπτει τό ύπόστρωμα
                       τής εύαισθησίας έκείνης  καί  τής όρασης  πού συλλαμβάνει  τίς «άχειροποίητες» εικόνες -
                       τά ποιήματα.
                       ΠΟΛΛΑ  ΖΩΓΡΑΦΙΚΑ  έργα  βρίσκονται  σέ  συναισθηματική  άνταπόκριση  μέ  ποιήματα,  μέ
                       ολόκληρες  συλλογές  τής  ϊδιας  περιόδου.  Ά λλα  πάλι  λειτουργούν  άντιστικτικά.  'Η  «χει­
                       ροποίητη»  εικόνα  είναι  διέξοδος  καί  έξοδος.  Ό   ποιητής,  πίσω  άπ’  τό  συρματόπλεγμα,
                       άγκαλιάζει  τό  φυσικό  τοπίο,  «αυτές  τίς  θυμωμένες  άκρογιαλιές  πού μπορεϊ νά  ’ταν δικές μας
                       κι είναι ξένες».  Ποτέ πάντως δέν άποτυπώνονται σκηνές άγριότητας.
                       Αύτά τά  σκληρά  τοπία  τής  Μακρονήσου,  μέ  τήν άδούλευτη  πινελιά -  τά σταχτιά  βράχια,
                       ή  τρικυμισμένη  άλλά  συμπαγής,  σάν  άκίνητη,  θάλασσα,  καί  ό  Πέτρινος χρόνος,  αύτό  τό
                       ποίημα τής ώμής καταγγελίας,  μέ τόν τραχύ,  άκατέργαστο στίχο, είναι  θαρρείς φτιαγμένα
                       άπό τήν ϊδια ύλη.  Καί κάπου, λίγο  ροδί στ’ άπλωμένα  ρούχα,  μιά κόκκινη  στέγη, τό  τονι­
                       σμένο  πράσινο  τής  άξενης  σκηνής,  άπαλοί  ούρανοί -  πάντα  τό  φώς,  έστω  έλάχιστο,  τής
                       ριτσικής ποίησης.
   1   2   3   4   5   6   7   8