Page 7 - Αμερικάνικος Βούβαλος
P. 7
Π Ε Τ Ρ Ε Σ Κ Ο Κ Κ Α Λ Α Ρ Ι Ζ Ε Σ
# ί ΕΤΡΕΣ, ΚΟΚΚΛΛΛ, ΡΙΖΕΣ, - ίσως Οά ήταν ένας ένδιαφέρων τίτλος γιά ¡χιά
JLJ- ποιητική συλλογή μέ «φιλοσοφικές» αξιώσεις. ΙΙέτρες άπ’ τά ξερονήσια τής
εξορίας, κόκκαλα ζώων άπορριγμένα απ’ τό κύμα στ' ακρογιάλι σαν περίεργα ακρω
τηριασμένα άγαλμάτια, ρίζες άπ’ τίς παραθαλάσσιες καλαμιές πού οί χειμωνιάτικες
φουρτούνες τίς ξεθάβουν καί, τήν άνοιξη, χάσκουν στο φώς άσυνήΟιστες, τριχωτές,
άποθαρρημένες, ωστόσο μυστικές άκόμη καί σάν άδιάφορες μπροστά στό ξαφνικό
α ν α π ό τ ρ ε π τ ο πού όέν τό χαν στοχαστεί μές στό υγρό τους σκοτάδι, καί τώρα ή
λιακάδα, πού τίς άποστεγνώνει, τό δείχνει ξέσκεπα, καί σχεδόν χαρούμενα, καί σ'
αυτές καί σ' εμάς.
Κι αύτά τά κλειστά, σιωπηλά πράγματα άποκτούν φωνή (ή εμείς άποκτούμε βαθύτε
ρη άκοή), μιλούν, υπαγορεύουν αυτό πού ήταν, αυτό πού Οά μπορούσαν άκόμη νά εί
ναι, ίσως άπ' τή γενική άνάγκη τής έκφρασης πού άντιμάχεται τή φθορά καί τή μο
ναξιά καί φτάνει στό συμβιβασμό μιάς α ν α κ ο ί ν ω σ έ ς καί μετάδοσης πού μόνο αυ
τή μπορεί νά εξασφαλίσει μέσα στό σύνολο μιαν άτομική έπιβίωση.
Κ ι οί άνθρωποι (άπ' τήν ίδια άνάγκη τής έκφρασης-έπιβίωσης) βρήκαν τίς πέτρες,
τίς άκουσαν, συνομίλησαν μαζί τους, τίς χρησιμοποίησαν (γιά σπίτια καί γιά άγάλ-
ματα), συνεργάστηκαν μέ μιάν άξιοθαύμαστη κάποτε άμοιβαιότητα καί ισοτιμία.
Ιδίως οί εξόριστοι, οί άπομονωμένοι, οί υποχρεωτικά σιωπηλοί, βρήκαν καλή συντρο
φιά στίς πέτρες, άντάλλαξαν μυστικά, δέσαν πραγματικές φιλίες μέ τίς πέτρες. Κι
επειδή σ' έκείνους τούς τόπους λείπαν (άπαγορεύονταν) τά υλικά τής ζωγραφικής, ή
πέτρα, τό βότσαλο, τό χαλίκι προσφέρθηκαν μέ τίς λείες έπιφάνειές τους ή μέ τίς
γλυπτικές εσοχές κι εξοχές τους σάν άφθονη πρώτη ύλη πού πάνω της μ' ένα μαρκα
δόρο ή μέ λίγη σινική μελάνη μπορούσες νά εγγράφεις ή νά υπογραμμίσεις αυτό πού ή
ίδια ή πέτρα υπαγόρευε. Κι ό βαθμός τής ομοφωνίας έκρινε τό άποτέλεσμα.
ΣΧΕΔΙΑ, ΛΟΙΙΙΟΝ, ΣΤΗΝ ΙΙΕΤΡΑ, ζωγραφική στήν πέτρα, άνάγλυφα στήν πέτρα (χωρίς
επέμβαση τής σμίλης) σκιάζοντας μόνον κάποιες φυσικές κοιλότητες κι άναδειχνο-
ντας τά έξέχοντα σημεία. ΙΙέτρες μονόχρωμες ή πολύχρωμες, ζωγραφικές ή γλυπτι
κές, — άπειρη προθυμία γιά συνομιλία, άπειρες δυνατότητες. Καθεμιά άπ’ αυτές καί
καθένας μέ τή φωνή του κι όλοι κι όλα συναντημένα στήν ίδια άνάγκη νά ε ι π ω
θούν καί κατά κάποιο τρόπο νά με ί νουν.
1‘ΣΤΕΡΑ: ΤΑ ΚΟΚΚΑΛΑ. Μιά άσπρη, γδαρμένη φωνή. Είχαν νά πουν τά δικά τους — κι
οχι μονάχα τή σκληρή λευκότητα τού τελικού σκελετού μας. Είχαν νά ποΰν καί νά
τούς πούμε γιά κάποια σταθερότητα κι ορθοστασία, γιά κάποια συγκέντρωση καί πύ-
κνωση ή καί νά παίξουμε σοβαρά μαζί τους ή νά παίξουμε μέ τήν άμοιβαία μας σοβα
ρότητα. Ευθείες, συσπάσεις, κυλινδρικές κινήσεις, άκαμψίες πού επιβάλλουν μιάν άλ
λη κινητικότητα. Κάτι άπ’ τήν αιγυπτιακή ή τή μινωϊκή τέχνη, κάτι άπ’ τούς κού
ρους καί τίς κόρες. Ή σιωπή καί ή άνεπάρκειά της.
ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ, ΝΑ ΟΙ ΡΙΖΕΣ — οί ρίζες τής καλαμιάς. Περπατώντας στόν Κάλαμο, στήν
άκρογιαλιά τών 'Αγίων ’Αποστόλων, — ένας φίλος σκύβει καί παίρνει στά χέρια του
μιά ξεθαμμένη ρίζα. «Λέ σου φαίνεται πώς κάτι λέει;» Παρατηρείς. Πραγματικά
λ έ ε ι , — καί πολλά μάλιστα. Σέ λίγο, μ' ένα πεννάκι, μέ λίγη σινική μελάνη σέ
χρώμα σέπια, υπογραμμίζεις δυό οπές, κάποιες ραβδώσεις τού φλοιού, ένα άνοιγμα
στόματος. ’Ιδού ένα άνθρωπόμορφο λιοντάρι, τιθασσευμένο δήθεν, άτιθάσσευτο μέσα
του.
ΚΙ ΑΡΧΙΖΕΙ II ΙΣΤΟΡΙΑ μέ τίς ρίζες τής καλαμιάς. Μεταφέρεις άπ’ τούς Αγίους Απο
στόλους ολάκερους σάκκους ρίζες καί, στά διαλείμματα τής άλλης δουλειάς σου, άρ-
χίζεις τή συνομιλία σου καί τή συνεργασία σου μαζί τους. Στίς ρίζες άνακαλύπτεις
κάτι άλλο πού όέν τό 'χες βρεί στίς πέτρες.
II ΙΙΕΤΡΑ ΕΙΝΑΙ ΓΑΛΗΝΙΑ, στέρεη, σάν οριστική. Ή ρίζα έχει κάτι άπ' τά άπώτερα μυ
στικά τής άνΟρώπινης ύπαρξης, κάτι άπ' τίς «ρίζες τής ζωής» — κάτι πρωτόγονο ή
μάλλον άρχέγονο, καταγωγικό — μιά συστροφή, μιάν άγωνία, μιάν αισθησιακή άδη-
φαγία — τό άκαταμάχητο, τό τυφλό καί πολυόμματο ένστικτο τής αυτοσυντήρησης
καί τής διαιώνισης, άμεταμφίεστο, άπροσποίητο, ολόγυμνο, κτηνώδες, αισχρό, θεϊκό.
Μιά στοιχειακή δύναμη, άδίστακτη, πού κουτουλάει σ' όλα τά εμπόδια, ματώνει,
έλίσσεται, μεταμορφώνεται, ξαναχτυπάει, χτυπιέται, δέν υποχωρεί, δέ συστέλλεται,
όέν άναστέλλεται, δέν άναχαιτίζεται.
Καί νά σκεφτεί κανείς πώς αύτές οί συσπασμένες ρίζες, οί εναγώνιες καί πεισματι
κές, κρατούν έξω στόν άέρα τά εύλύγιστα, εύθραυστα καλάμια, πού μ' αύτά φτιάχναν
καί φτιάχνουν τίς φλογέρες. II σκέψη αύτή, έντελώς «έκ τών υστέρων», ίσως νά
προσδίδει στή ντομπροσύνη καί τή γνησιότητα τής ρίζας κάποια χροιά φιλολογική,
εγκεφαλική· άλλά αύτό δέν άφορά σ' αύτήν, στό άδιάψευστο σχήμα της· — άφορά μό-